
Μ’ ένα φλιτζάνι
ταξίδεψα
στο βυθό σου πάλι
εύπλαστο κατακάθι
γλυκερό κι επικίνδυνο
Περπάτησα ξυπόλητος
_Και βέβαια δεν ήσουν εκεί!
Ποιος μπορεί
Να σε χωρέσει; Και που;
Ποιος μπορεί έτσι εύκολα να σε πιει;
Και πόσο;
Ποιος αντέχει να σε πνίξει;
Με πόση αγκαλιά;
Για πόσο;
Κατέγραψα Απουσίες
Προδοσίες της ώρας
Εμμονές αγκυροβολημένες
_και βέβαια ήσουν εκεί!
ποιος αποπειράται να διασύρει
έμμετρα ή παραμετρικά,
την αφλογιστία του; _
Ποιος παζαρεύει, μάταια των τανυστών
τη σφιχτή αλληλεξάρτηση;
Άφησα ίχνη καθαρά
με παρρησία
Ανέλαβα την ευθύνη
Δεν βρήκα λέπια
Ούτε φύκια
ήπια από την κούπα
_γεμάτη κραγιόν με την υποψία σου_
Μέχρι την τελευταία σταγόνα
Γλυκό μαύρο καρπό
Ανηφόρησα το δρόμο
Άμετρος κι ομιχλώδης
Αφουγκράστηκα τον ήχο
Καθαρός κι αταξινόμητος
Σειρήνας λάγνο κάλεσμα
εφτά ζωές αρνήθηκα
για μια και μόνη εξορία
Κι ότι θυμάμαι από πριν,
είναι ο κύκλος
και το άρωμα
καθώς ανακάτευα
με το άδειο κουτάλι
το κυβάκι ζάχαρης
που είχες αφήσει στο πιατελάκι
κι ότι ζηλεύω στις ώρες
είναι ο εξάγωνος ιστός
κι ο σπαρακτικός ήχος
της χαμένης μέλισσας
κι ότι αρνιούμουν ως σήμερα
είναι η άγουρη μυρωδιά τομής
καθώς τρυγούσα με ανάπηρο χέρι
σταγόνα άγριο μέλι
που είχες κρεμάσει στο άκρο
των υπεκφυγών
κι ότι ονειρεύομαι αύριο
με τον αχό από σεισμούς
είναι το μειδίαμα μονής εξέγερσης
και τις φωτιές
που φέγγουν
αχνή άλικη μορφή
ζαλισμένη πάνω στην κινέζικη πορσελάνη
ζωγραφισμένη με κατακόρυφες πτώσεις
Αρχαία στάμπα με
Ζεστό κατακόκκινο αίμα,…
........................................