Στο δωμάτιο ήσυχοι γέροι περιφέρονται
μόλις γύρισαν από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό
ρωτάνε κι απορούν
συσκέπτονται βλοσυροί πάνω απ’ το κιτάπι του χρόνου,
σίγουροι τον είχαν κατατάξει
σαν έπιπλο στο χώρο
ακίνητο χτυπημένο από το σαράκι
Μιλάνε σιγανά κάνουν συνειρμούς
προσθέσεις κι αφαιρέσεις
συχνά καλούν το μετρονόμο για επιβεβαίωση
Μετρούν τις μέρες
και ιδιαίτερα τις νύχτες
_ πάντα τους μπερδεύουν
Όλα ταιριάζουν με τα ληξιαρχικά αρχεία
τα πρέποντα της Δεξιάς του Κυρίου Στήλης
Μόνο αυτή η φωτιά στα μάτια
Αταξινόμητη και πάντα ξαφνική σαν
καταιγίδα
Μετρούν ξανά
Μα αυτά τα απείθαρχα νετρίνα
θαμμένα στο βυθό των ρολογιών
σκιτσάρουν ασταμάτητη ορμή
τηλεφωνούν σε ειδικούς
της κόψης να σκεπάσουν την αποκοτιά
λαμβάνουν οδηγίες
μυστικά γεμάτα τα περιοδικά ποικίλης ύλης
γλυπτό σε κλίση ξεδιάντροπα τους φτύνει
μα είναι δυνατόν;
Μ’ αρχαία μελάνη
ποτίζει τα τραγούδια
Μ’ ωραία άρνηση
σμιλεύει τις εισόδους
ασταμάτητη φλέβα
Θρυμματίζει τον καθρέφτη
κόκκινη οπλή τερματίζει
την αμήχανη πηγή
η αναστροφή αυτονομείται
Κι όμορφα στέκει
πάνω στο σχοινί
με την αναμονή της θύελλας
ν’ ανθίζει στις ιαχές της πτώσης
είναι εκεί
περιμένει στην τελευταία σειρά
και χαμογελάει αληθινά
οι φράξιες τ’ χουν χάσει
κι έτσι για μια μόνη φορά_ ξεκούμπωσε το παλτό
κι είπε στο όνειρο
να μείνει…
σπίρτο σε ξερό αχυρώνα
λόγια; ή αληθινές καταιγίδες;
Θα δούμε είπε…
και άρχισε να κουρδίζει αντίστροφα
Κι ύστερα η γνώση γέμισε τη νύχτα
Κι η απόλυτη ανατροπή μέτρησε ανάποδα τα μίλια
-πόσες πτήσεις ξέρεις να κεντάς, λοιπόν
σαν πρώτη φορά κι ας μην την
αξιώθηκες ποτέ;
-πόσες φορές _ εγώ που σε περνούσα φαντασμένο
χωρίς αλκοόλ μπορείς και
με μεθάς;
και πρόλαβε
κι έγινε εφιάλτης
Κι είναι ακόμα εκεί
στο μπαλκόνι ξαπλωμένος
τα χέρια πίσω
τα πόδια σταυρωτά
κι ούτε ένα γιασεμί της Άνοιξης
δεν έχει χαραμίσει….
………………………………………………
Φτάσαμε λοιπόν...
eiπ+50
eiπ+50
49-1=infinity