
«Το ποίημά σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κι αιθέρας,
Καθάριος όρθρος της αυγής , μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
Ρυθμός . Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».
Μ’ αυτό το τετράστιχο το 1937 ο Κωστής Παλαμάς χαιρέτησε το Γιάννη Ρίτσο και με τρόπο τόσο συγκινητικά ανεπανάληπτο για έναν νέο ποιητή, από έναν ήδη πνευματικό ηγέτη της εποχής, «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις».
Ο Γιάννης Ρίτσος από τότε και μέχρι τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατό του, παρακολούθησε την πορεία του τόπου του και του λαού του συγχρονίζοντας το βήμα του κι έμεινε όρθιος, αλύγιστος και ασυμβίβαστος.
Η ποίησή του πέρασε από νωρίς πέρα από τα καθιερωμένα σχήματα που χρησιμοποίησαν και τραγούδησαν οι προγενέστεροι. Από τη νεότητά του ανακάλυψε τη φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού που του στάθηκε σημαντικός συντελεστής, αφού γονιμοποίησε νέα μορφολογικά στοιχεία και νέες ιδέες που τις μετουσίωσε στην τέχνη του.
Ο Ρίτσος ενσωματώθηκε με το εργατικό στοιχείο και με όλες τις λαϊκές ζωντανές παραδόσεις ,όπως θρύλοι και ηρωισμοί, αρχαίος πνευματικός πολιτισμός, ήχοι από το δημοτικό τραγούδι και φιλολογική κληρονομιά, που έμειναν ζωντανά στη φαντασία του λαού.
Πάνω απ’ όλα όμως υπήρξε ο αδιάψευστος μάρτυρας της δικής του εποχής. Συνταιριάζοντας τα βήματά του με το λαϊκό κίνημα, βίωσε και περιέγραψε τις περιπέτειες της Ελλάδας τις περισσότερες από τις 10ετίες του περασμένου αιώνα.
«Με επηρέασαν τα πάντα…Γιατί όπως κάθε καλλιτέχνης, έτσι κι εγώ, είχα μια τεράστια αδηφαγία. Ο ποιητής είναι ένας τρομερός δέκτης, τρομερά ευαίσθητος, που απορροφά δυνάμεις από παντού και το θεωρεί κάτι πολύ δικό του…Εγώ, άξαφνα, χρωστώ ευγνωμοσύνη κάποτε ακόμα και στους αντιπάλους μου, στους εχθρούς μου, που με το να με εξορίσουν, να με φυλακίσουν, έζησα πάρα πολλά πράγματα, που δε μπορούσα να διανοηθώ, που δε μπορούσε να συλλάβει η φαντασία μου.»
(Από την κουβέντα του με δημοσιογράφους του «Ριζοσπάστη»).
Πραγματικά ο Γιάννης Ρίτσος δε σώπασε ποτέ. Δεν προτίμησε τον εύκολο δρόμο του συμβιβασμού, αλλά διάλεξε το δύσβατο μονοπάτι της τόλμης και της αλήθειας. Τον αστείρευτο ποιητικό του λόγο, τον χρησιμοποίησε ενάντια στην αδικία, την βία και τον καταναγκασμό. Την παγκόσμια αναγνώρισή του δεν τη χρωστάει μόνο στο μελάνι της πένας του, αλλά την κέρδισε και μέσα από τις δοκιμασίες του. Το κράτος του σκοταδισμού απαγόρευε κι έκαιγε τα βιβλία του, αλλά του είχε αποδώσει μιαν υπέρτατη τιμή: Τον είχε στείλει ατέλειωτα χρόνια στην εξορία.
"Καθόλου δε νιώθουμε πιο κάτου,
Μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια.
Μόνες περγαμηνές μας: τρεις λέξεις
Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν
Οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα
Πως γραφτήκαν
Κάτου απ’ τη μύτη των φρουρών
Και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας."
«Διψάσαμε πολύ.
Πολύ πεινάσαμε.
Πολύ πονέσαμε.
Δεν το πιστεύαμε ποτέ
Νάναι τόσο σκληροί οι άνθρωποι.
Δεν το πιστεύαμε ποτέ
Νάχει τόση αντοχή η καρδιά μας.
Μ’ ένα κομμάτι θάνατο στην τσέπη μας-αξούριστοι.
Διψάσαμε πολύ,
Δουλεύοντας ολημερίς την πέτρα.
Κάτου από τη δίψα μας
Είναι οι ρίζες του Κόσμου.
Ποιητής ήταν κι όταν δεν έγραφε αλλά παρατηρούσε τα πάντα, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει τη στιγμή σαν αληθινός καλλιτέχνης.
« το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να δώσουμε».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
«Το αληθινό μπόι του ανθρώπου, μετριέται με το μέτρο της λευτεριάς».
Τα τραγικά γεγονότα της περιόδου 1940-1944, φέρνουν τον ποιητή στο κύριο θέμα του: στον ηρωισμό και στα βάσανα του λαού.
Η εκστρατεία του χειμώνα στην Αλβανία, όπου ένας λαός στερημένος τα πάντα, αυτοσχεδίασε την πρώτη ευρωπαϊκή νίκη κατά του φασισμού, η γερμανική επέμβαση τον Απρίλη του 1941, η Κατοχή και η Αντίσταση του Ελληνικού λαού κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους, δίνουν στο Ρίτσο το υλικό για να γράψει, να συμπαρασταθεί, να υμνήσει. Το έργο του γίνεται εκμυστήρευση, ψιθύρισμα, βοή. Γίνεται υπόκωφο χρονικό του καιρού στις παρυφές των γεγονότων, που υπογραμμίζει τις σιωπές τους, τις παύσεις τους, τη σκοτεινή πορεία τους. Είναι μια αφήγηση πιο πιστή από την αφήγηση του ιστορικού στο μέτρο που μας αποκαθιστά τις μυστικές αναλογίες που συνδέουν τα διάφορα επίπεδα της ίδιας ιστορικής πραγματικότητας.
«Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου σε άγνωστες πέτρες
Πάνου στο χιόνι μαζί με τις ελιές τους και τ’ αμπέλια τους
Άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι, άλλος ένα χέρι
Άλλος ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τη ψυχή του,
Καθένας μ’ έναν ή πιότερους νεκρούς
Ύστερα γύρισαν με τις πληγές και τα κρυοπαγήματα».
Ο Ρίτσος, παίρνοντας ο ίδιος προσωπικά μέρος στις περιπέτειες της πατρίδας του και του λαού του κι έχοντας «πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του», αποθησαύρισε όλον εκείνο τον πλούτο των βιωμάτων που εξωτερικεύτηκαν στα έργα του. Η ποιητική συλλογή «Αγρύπνια» εκφράζει όλες τις σκέψεις και τους στοχασμούς του ποιητή για την περίοδο εκείνη. Τρεις εικόνες, τρεις λέξεις κυριαρχούν στο ποίημα: εγκαρτέρηση, ηρωισμός, ελπίδα και πάνω απ’ όλα η απόφαση του λαού να νικήσει.
Εμείς που δεν έχουμε τίποτα να φυλάξουμε
Εμείς θα φυλάξουμε την αγάπη μας
Εμείς σαν παγωμένοι φρουροί μες τη νύχτα
Θα φυλάξουμε τον κόσμο.»
«Δοκιμασίας» ο ποιητής δείχνει τη θέληση για δράση. Σύμβολο αυτής της θέλησης είναι ο Άνεμος.
Ένα ναι ή ένα όχι. Δε χωράει ανάμεσα
Έβγα γυμνός στον άνεμο
Χρειάζεται μια πιο γερή φωνή να τον αποστομώσει
Χρειάζονται χιλιάδες σάλπιγγες μαζί
Χιλιάδες στόματα μαζί, για να τον πούνε
Αυτόν τον άνεμο.»
"Ζωγραφισμένοι στόχοι με λουλούδια….
……………………………………………
Ο κόσμος όλος σα φωταγωγημένο σκοπευτήριο
Την ώρα που βραδιάζει.
Συνωστισμός, φωνές, η νίκη—αρπάζουν το τουφέκι τους
Ρίχνονται στη φωτιά τραγουδώντας
Πρώτο συλλάβισμα—μια συλλαβή, δυο συλλαβές,
Μια λέξη: Λευτεριά".
Οι στίχοι αυτοί είναι μια παρότρυνση γι’ αγώνα, αλλά και ο προάγγελος της νίκης. Είναι ποίηση ψυχικής ανάτασης, ακόμα κι εκεί που μιλάει για θάνατο
"Ο ήλιος εκλαϊκεύει τη χαρά του, έξω από τις πόρτες.
Δεν είναι θάνατος. Δεν είναι. Είναι δικό μας το τραγούδι.
Είναι δικό μας τούτο το σπαθί
Που ξεφλουδίζει σαν καρπό τον ήλιο από τα σύγνεφα."
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ
Η «Ρωμιοσύνη» γραμμένη την περίοδο 1945-1947, είναι μια μεγάλη επικολυρική σύνθεση, που μαζί με την «Κυρά των αμπελιών», εντάχθηκε στην ευρύτερη σύνθεση «Αγρύπνια».
Ουσιαστικά ο τίτλος του ποιήματος είναι αμετάφραστος. Ο ίδιος ο λαός σαν να επισκοπεί την ιστορία του, τα περασμένα και τα σημερινά, τα ήθη του, τα πιο αδρά χαρακτηριστικά της εθνικής του πείρας και ιδιοσυγκρασίας. Η λέξη αυτή έχει γράψει ιστορία παράλληλη με την εθνική και στεγάζει ό,τι πιο σημαντικό έχει κατά καιρούς ειπωθεί για την τόσο παλιά ελληνική περιπέτεια από χείλη πεπειραμένα και έγκυρα. Ο ποιητής εκφράζει και όλη την πίκρα του για τη δοκιμασία του λαού κατά τον εμφύλιο, για τις προδοσίες, τις διώξεις, τις καταστροφές, το θάνατο.
Γι’ αυτό ο σύγχρονος ναύτης «πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα» ή οι πολεμιστές «στ’ αλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή».Εξελικτικά σαν το ιερατικό αίσθημα του απόλυτα αναγκαίου περίγυρου που την έχει γεννήσει εμφανίζεται η μορφή της Παναγίας που «πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδιά της φούστα λεκιασμένη απ’ τα σταφύλια». Και η Ελληνίδα μάνα όταν ρωτάει ο ποιητής «πόσο θα στύψει ακόμα η μάνα την καρδιά της, πάνω απ’ τα εφτά σφαγμένα παλικάρια της».
Είναι πάλι η ίδια γυναικεία μορφή, η Παναγία, η μάνα όλες οι μητέρες, αρχαίες και νεότερες, που γνώρισαν κι αυτές τον πόνο της μυθικής Νιόβης. Κι αυτή η αρχέτυπη γυναικεία φιγούρα αποκορυφώνεται στην τρομερή επίκληση από τον ποιητή στην Κυρά να κάνει τη γη να καρπίσει. Μετά γίνεται η Γοργόνα του Μεγαλέξαντρου, η Βυζαντινή Παναγιά, που η εικόνα της έχει δύναμη να θεραπεύει. Γίνεται η Ορφική Μητέρα Γη, η πολεμόχαρη θεά Αθηνά και η «Ελευθερία» του Ύμνου του Σολωμού για να καταλήξει στην Περσεφόνη και στη Δήμητρα που μοιράζονται την ανάσταση και τη γονιμότητα της γης.
Το έργο πραγματοποιεί την ευχή που είχε διατυπώσει ο συνθέτης από το καλοκαίρι του 1959: «Το ελαφρό τραγούδι μας υποχρεώνει να ξεχάσουμε, το λαϊκό τραγούδι μας υποχρεώνει να θυμόμαστε».
«Κι αυτή τη μνήμη του λαού μου» λέει και ο ποιητής «θέλησα να ξυπνήσω και σ’ αυτήν αφιέρωσα όλες μου τις προσπάθειες».
Γι΄αυτό η κραυγή του Ρίτσου ξεπέρασε προ πολλού όλα τα όρια που μπορεί να χαράζει ο άνθρωπος και απευθύνεται στον άνθρωπο όχι σαν μια λειτουργική μονάδα ενός συστήματος αλλά στον άνθρωπο μέσα στον κόσμο. Η ποίησή του δείχνει ποιος είναι ο δρόμος της Ποίησης που είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου. Η ποίησή του φέρνει στην ανθρωπότητα την ελπίδα, το χαμόγελο, το θεμελιωμένο στη βεβαιότητα για τη νίκη του καλού, το αίσθημα της αισιοδοξίας και της ανάτασης. Είναι ποίηση εμπνευσμένη από το λαό και προορίζεται για το λαό. Έτσι μπορούμε αδίσταχτα να πούμε πως ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι απλά ο ποιητής του λαού αλλά είναι ο μεγάλος, ο ακατανίκητος, ο αθάνατος Λαός—Ποιητής και η ποίησή του μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «περίληψη της αιωνιότητας».
…………………………………………………………
Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα από το 1933 και θεωρείται ένας από τους πολυγραφότερους ποιητές του 20ου αιώνα.(Ποιήματα, Συλλογές, Θεατρικά, Μεταφράσεις, Ταξιδιωτικά, Πεζά αλλά και Σκίτσα και Εικαστικά).
Για το έργο του πήρε πολλές τιμητικές διακρίσεις και δέχτηκε την ελληνική και την παγκόσμια αναγνώριση:( Βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη και τη Φιλία των λαών, Διεθνές Βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ», Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, , Βραβείο «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης» του ΟΗΕ κ.λ.π.).
Αδελφέ μου, από τον κόσμο
Εμείς τραγουδάμε για να
Σμίξουμε τον κόσμο».
…………………………………………………………………………
Παραθέτω ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, από τα τελευταία του, όπου φαίνεται η σεμνότητα και η ακεραιότητά του, η μέγιστη ηρεμία του ανθρώπου, που σ’ όλη του τη ζωή προσπάθησε να προσφέρει, όσα περισσότερα μπορούσε, με όποιον τρόπο, αλλά επίσης φαίνεται η συμφιλίωση που είχε με την ιδέα του θανάτου σαν πραγματικός υλιστής.
Επιλογικό
Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
Για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτέ μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιος μου
Το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα.
Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι
Του αγρού
Τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα.
Να με θυμάστε.
Και συχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη:
Θα’ θελα
Ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού
Να θερίσω
Ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω
Και να μασώ σπειρί σπειρί το στάρι με τα
Μπροστινά μου δόντια
Θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον
Κόσμο που αφήνω
Θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο
Στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανήκι του έχει ένα πορφυρό
Τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό δεν διακρίνεται
Πολύ καθαρά.
Κι ήθελα αυτό προ πάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προ πάντων θ’ άξιζε
Να με θυμάστε.
Καρλόβασι 30.VII.87
..........................................................................
Δείτε κι αυτά, τα ξεχωριστά:
http://lykeio6o.blogspot.com/2009/04/blog-post_28.html
http://xrysomyga.blogspot.com/2009/04/blog-post_28.html
http://www10lykeiopeiraia.blogspot.com/2009/04/blog-post_28.html
http://side21.blogspot.com/2009/04/100.html