


Στον Άλκη Αλκαίο
Μια μυστική καταπακτή
Ντυμένη τ’ Άγια λόγια
Για Μάτια πρόστυχα,
για Νεράιδες κι άπιστες Σειρήνες
Κι ένας καημός βαθύς
Που όλους, μας έχει κάψει
Κι εσύ σάρκα του δίνεις, κάθε τόσο και οστά
Με αίμα τον ντύνεις,
ανοιξιάτικο μεσοφόρι της Ντολόρες του φοράς
Κι ένας αναστεναγμός αγαλλίασης,
Δικός σου
Σαν από μέσα μας να είχε βγει
Κι οι Νεράιδες οι Σειρήνες πάντα εκεί
Παγίδα έτοιμες να υφάνουν
με χρώματα πλουμιστά
Κι αρώματα μπαχάρια
φτηνό σαπούνι
μπαμπέσικα να στολιστούν
καπνό πλημμύρα στα μάτια να φυσήξουν
Κι η Απάτη,
ο Χρόνος
κι η χαμένη μας Πυξίδα…
Κάθε φορά που σε βρίσκουμε
Αναποδογυρίζονται όλα…
και πάλι απ’ την αρχή
Να βυζαίνουμε από το φαγωμένο στήθος
της κοοπερατίβας μας
τ’ αλμυρό γάλα της συγχώρεσης,
Αχόρταγα να τρώμε
το ταπεινό ψωμί της θύμησης
και τους χυμούς της Άρνησης
Απ’ τα χέρια σου, μάταια να κοινωνούμε,
Κι η γλυκιά απεραντοσύνη της θάλασσας
Της υγρής Έκτασης του Καββαδία
Λάγνα να μας κανακεύει
και μ’ ένα ψέμα ακόμα να ντύνει, κάθε νυχτιά
την ψύχρα της σιωπής
Κι ο δρόμος που δεν θα πάρουμε
Εκεί, απέναντι
χαιρέκακα να μας γνέφει,
πίκρα ανείπωτη
Και Το παρθενικό ταξίδι μας
Το μακρινό, τ’ αμόλυντο
Που γεράσαμε, κι ακόμα δεν ήρθε
Και το δάκρυ στην αποβάθρα για το Αύριο
Το μεγάλο κοινό μας Αύριο
που πάλι μας άφησε ξέμπαρκους και μόνους
Κι ο Άνεμος που τόσο τον τραγούδησες
Χωρίς ποτέ, να τον αφήσεις να σε πλανέψει
Δεν φύσηξε.
Και αυτός εναντιώθηκε
Παρ’ όλες τις παιδιάστικες απειλές μας
Και τ’ άφησε όλα πίσω, ακίνητα
σε μια μετριοφροσύνη του φόβου και της δειλίας
Κι οι ώρες οι αργόσυρτες…
Κι η Άγνωστη φωτιά
Άλκη, ένα όνειρο σου χρωστάω
Κάθε φορά που το πρόσωπο απέστρεψα στο χθες
Ήσουν εκεί, Χωρίς ποτέ δόλο, να πατσίσεις
μας έδινες πιοτό, φερμένο από τις κοιλάδες της Χιλής
φυλαγμένο χρόνια στα σκοτεινά κελάρια
της Μαρίας Αντωνίας
Άλκη,
Δεν ξέρω σε ποιο Όνειρο, κλεισμένος φεύγεις πέρα;
Δεν ξέρω στ’ αλήθεια σε ποια πηγάδια μέσα
ξανά την λάμψη σου, την αργυρή θα βρω
Πόσες φορές ακόμα θα κοινωνήσω
την Άγνωστη φωτιά που Δεσμώτη σ’ έχει
Μια άσημη ζωή κι ένα Χαμόγελο σου επιστέφω
ένα μεγάλο ευχαριστώ
Από τα χρόνια τα παλιά
στου Εμπάργκο τη χρονιά
Μορφή καθάρια,
δωρική,
παλιομοδίτικη
Ερωτική
παλιά φωτογραφία...
Κι ο προφητικός και αδικαίωτος Φλεβάρης
Κι η Άσπρη πρέσα
που μόνο ο χρόνος σου, γλιτώνει
Και της γοργόνας σου, το αιώνιο φτερό
να μας απογειώνει
κάθε τόσο για τα Μπάρκα τα μεγάλα
κάθε τόσο για τα κατάψυχα, τα ταπεινά
Για τη Μοίρα την πανάρχαια
που ξέπλεκα έχει τώρα τα μαλλιά
Μα δεμένους πισθάγκωνα κρατά
τους αιώνιους έφηβους εραστές της…
Άλκη, ένα όνειρο σου χρωστάω
Για μια σεμνή παραίτηση, γεμάτη μεγαλείο
Και μια άρνηση
στη ματαιοδοξία της εφήμερης στιγμής…