Στη Μαρία μου
Κάθε
πρωί ένα μικρό κορίτσι
με
έξυπνα μάτια πίσω απ’ την μπούρκα
Κρυφά
με επισκέπτεται,…
Φοβάται
από
το μύθο κρύβεται σιωπηλά
αδιαπέραστη
κρατιέται αγνή
Μου
λέει καλημέρα
Με
μάτια σφαλιστά
Και
φεύγει γρήγορα μακριά
Μην
ξεχαστεί κι αφήσει δάκρυ
Εκεί
που τρύγησε φωτιά
Μην
αφεθεί και ρίξει πέτρα
Εκεί
που άγγιξε δροσιά
Κοιμάται
και ξυπνά
Με
μια γραμμή όνειρα στοιβαγμένα
στα
μαύρα μάτια της ίσα ίσα να χωρά
_
τα μόνα ελεύθερα στης «κόλασης» την αμαρτωλή θωριά
την
κοιμίζουν _ φοβάται
την
καπνίζουν _ θυμάται
την
ξοδεύουν _ λυπάται
την
πωλούν _ αντανακλάται
την εκπαιδεύουν _ να ξεχνά
εκδικείται
την ξυπνούν μα ακόμα θέλει να κοιμάται
Αυτοί
χορεύουν συμφωνούν πωλούν
Αυτοί
αγορεύουν, Αυτοί δικάζουν
Την
κάθε μέρα απ’ τις αναθυμιάσεις
να
σώσει μάταια προσπαθεί _ διαβάζει
βενζίνη
καμένη σάρκα σκουπίδια
την
ταΐζουν ήσυχα να κοιμηθεί _ φωνάζει
και
κάθε νύχτα πεθαίνει κλαίγοντας
με
τα ρολόγια του χαμένου γιού της αγκαλιά,…
και
μ’ ένα χαμόγελο στο πανί σαν μαχαιριά
………………………………………………….
©2013 Βασίλης Κουγιουμτσιάδης